- οκνηλός
- ὀκνηλός, -ά, -όν (Α)(κατά τον Θεόγνωτο) οκνηρός.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄκνος (Ι) «δισταγμός» + επίθημα -ηλός (πρβλ. καπν-ηλός, τρυφηλός)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
-ηλος — οι καταλήξεις τής Αρχαίας Ελληνικής που εμφανίζουν επίθημα λο ανάγονται σε ΙΕ επίθημα * lο , το οποίο, συνδυαζόμενο με ρηματικά θέματα, παρήγε μια ιδιαίτερη κατηγορία μετοχών τής ΙΕ που μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν και ως επιθετικοί προσδιορισμοί … Dictionary of Greek